- ἱματιοφόριον
- ἱμᾰτιο-φόριον, τό,= sq., Sammelb.7033.42,43 (v A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιματιοφόριον — ἱματιοφόριον, τὸ (Α) η ιματιοφορίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + φόριον (< φορον < φέρω), πρβλ. αρτο φόριον] … Dictionary of Greek
ιμάτιο — Το ένδυμα που φορούσαν οι αρχαίοι Έλληνες πάνω από τον χιτώνα. Το ι. ήταν ένα τετράγωνο ή ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος, το οποίο χρησιμοποιούσαν όπως ήταν μετά την ύφανση, χωρίς να το ράψουν. Το φορούσαν συνήθως στους ώμους και κάλυπτε όλο το σώμα … Dictionary of Greek